λεχήρης

λεχήρης
λεχήρης, -ες (Α)
ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + επίθημα -ήρης (πρβλ. κλιν-ήρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεχήρη — λεχήρης bed ridden neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λεχήρης bed ridden masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεχήρης bed ridden masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχήρεις — λεχήρης bed ridden masc/fem acc pl λεχήρης bed ridden masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”